Το συνταξιοδοτικό πρόβλημα
Γράφει ο : Σπύρος Παρασκευόπουλος, 
καθηγητής Πανεπιστημίου Λειψίας,  διάλεξη 30.04.2001

  1. Γενικές παρατηρήσεις γύρω από τη συνταξιοδότηση

Την ελληνική Κοινωνία την συγκλόνισε αυτές τις ημέρες η ανακοίνωση, ότι η ελληνική Κυβέρνηση προτίθεται να μεταρρυθμίσει ριζικά το ισχύον συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας.  Συνήθως  μεταρρυθμίσεις  σημαίνουν κάτι το καινούργιο και αυτό συνδέεται πάντα με πρόοδο και καλυτέρευση αυτού που μεταρρυθμίζεται. Αν είναι πράγματι έτσι, γιατί τότε αυτή η ανησυχία και η σχεδόν συνολική αντίδραση των μέσων ενημέρωσης, των συνδικάτων, των κομμάτων της αντιπολίτευσης, μέρος του κυβερνώντος κόμματος και όπως φαίνεται όλων των ελλήνων; 

  Στη συνέχεια θα προσπαθήσω να δώσω μία εξήγηση, και όσο το δυνατόν καλύτερα, μία αντικειμενική παρουσίαση του συνταξιοδοτικού προβλήματος. Στην αρχή όμως θέλω να κάνω τη παρατήρηση, ότι η Κυβέρνηση έκανε κατά τη γνώμη μου ένα σημαντικό λάθος. Δεν ενημέρωσε επαρκώς την κοινή γνώμη, πριν προβεί στις ανακοινώσεις της για την αναγκαία και πράγματι αναπόφευκτη μεταρρύθμιση του υπάρχοντος συνταξιοδοτικού συστήματος. Τουλάχιστον αυτό το συμπέρασμα βγαίνει από το ξεσηκωμό του κύματος των αντιδράσεων.  

  Πριν αναφερθώ όμως στο σημερινό συνταξιοδοτικό πρόβλημα της Ελλάδος, θα κάνω προηγουμένως μία γενική και σύντομη ανάλυση του αναμφισβήτητα σήμερα απαραίτητου σε κάθε κοινωνία ανθρώπων συστήματος συνταξιοδότησης, το οποίο όμως φαίνεται να έχει γίνει ένα γενικό και ευαίσθητο πρόβλημα όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι μόνον αυτής.                                             

  Σε όλες τις Οικονομίες του κόσμου ισχύει η διαπίστωση, ότι βιολογικά οι εργαζόμενοι μπορούν να προσφέρουν παραγωγικά, μέχρι ενός ορισμένου ορίου της ηλικίας τους. Σήμερα στα περισσότερα οικονομικώς ανεπτυγμένα κράτη, με το σχετικά υψηλό επίπεδο ευημερίας και ιατρικής περίθαλψης που έχουν, ξεπερνάει ο μέσος όρος ζωής των ανθρώπων τα εβδομήντα χρόνια. Γι΄ αυτό έχουν καταλήξει οι ειδικοί στο συμπέρασμα, ότι μέχρι στα εξήντα πέντε τουλάχιστο χρόνια, μπορεί ο σημερινός άνθρωπος να είναι παραγωγικός.

  Αν και κατά πόσον χρειάζονται να εξαντλήσουν οι άνθρωποι στις Κοινωνίες και Οικονομίες που ζούνε και εργάζονται, το περιθώριο ηλικίας των εξήντα πέντε χρόνων, θα εξαρτηθεί πρώτον από την εκάστοτε δημογραφική διάρθρωση του πληθυσμού, δεύτερον από τις προτιμήσεις των ανθρώπων σχετικά με το  επίπεδο ευημερίας που θέλουν να έχουν στην ενεργό και μη ενεργό ζωή τους και τρίτον από το είδος του  συνταξιοδοτικού συστήματος, που έχει θεσμοποιήσει η Κοινωνία τους.

  Θεωρητικά και πρακτικά γνωρίζουμε, ότι σε κάθε Κοινωνία και Οικονομία προσδιορίζει το μεν μέγεθος και η ποιότητα των εκάστοτε διαθεσίμων παραγωγικών συντελεστών, δηλαδή η υπάρχουσα ποσοτική και ποιοτική κατάσταση και κατάρτιση όχι μόνον του ανθρώπινου, αλλά  και του κεφαλαιουχικού παραγωγικού δυναμικού μίας χώρας, το μέσο επίπεδο ευημερίας όλων των ανθρώπων (εργαζομένων και μη). Το δε ισχύον συνταξιοδοτικό σύστημα προσδιορίζει το μέσο βαθμό επιπέδου ευημερίας στην ενεργό και στη μη ενεργό περίοδο της ζωής των ανθρώπων.

2.   Είδη συνταξιοδοτήσεων 

2.1 Το μοντέλο των απογόνων

  Στα παλιά τα χρόνια, και ειδικά στις οικονομικά υπανάπτυκτες χώρες, κάτι που φαίνεται λίγο ή πολύ να ισχύει ακόμη, βάσιζαν οι άνθρωποι τη συντήρησή τους στην περίοδο των γηρατειών τους, στους απογόνους τους. Έτσι υπήρχε ένα είδος άγραφου, περισσότερο θα λέγαμε ηθικού συμβολαίου, μεταξύ των γενεών σε οικογενειακό και προσωπικό επίπεδο παροχής «σύνταξης» συντήρησης των παιδιών προς τους γονείς.  

  Σήμερα στα κοινωνικώς οργανωμένα και οικονομικώς ανεπτυγμένα κράτη υπάρχει στην πράξη επίσης ένα είδος συμβολαίου μεταξύ των γενεών, αλλά τώρα όχι όμως σε οικογενειακό και προσωπικό επίπεδο, αλλά σε επίπεδο κοινωνικό και μάλιστα τώρα νομικά κατοχυρωμένο.

  Αυτό το συμβόλαιο μπορεί να γίνει ποικιλοτρόπως και να πάρει πολλές μορφές και διαστάσεις, ανάλογα με τις προτιμήσεις των ανθρώπων και τις δημοκρατικές καθώς και τις κοινωνικές διαδικασίες που ισχύουν στις χώρες που ζούνε. Εδώ όμως αρχίζουν και τα προβλήματα της κατάλληλης εκλογής του συνταξιοδοτικού αυτού συμβολαίου. 

 

2.2  Η προσωπική μη αναγκαστική αποταμίευση

  Η πιο απλή και φιλελεύθερη μορφή απόκτησης δικαιώματος συνταξιοδότησης είναι, αν ο κάθε εργαζόμενος από μόνος του, δηλαδή χωρίς κανέναν κρατικό εξαναγκασμό, αποταμίευε μηνιαία ή ετήσια ένα ποσοστό του σημερινού του εισοδήματος για τη εποχή των γηρατειών του. Έτσι θα μπορούσε ο καθένας να προσδιορίζει περίπου όχι μόνον το μέγεθος της σύνταξής του, αλλά ακόμη και το όριο της ηλικίας αποχώρησής από τη ενεργό ζωή του.

  Αυτό το μοντέλο, που σε γενικές γραμμές ανταποκρίνεται στο αμερικανικό συνταξιοδοτικό σύστημα, δεν συμβιβάζεται όμως με το κοινωνικώς οργανωμένο ευρωπαϊκό κράτος. Για αυτό, αν δεν λάβει κανείς υπόψη του τις απόψεις των αυστηρά φιλελευθέρων Οικονομολόγων, αυτό το μοντέλο ούτε καν συζητάτε στα  ευρωπαϊκά κράτη σήμερα.  Ο κύριος λόγος για την απόρριψή του είναι εν συντομία ο εξής:

  Επειδή υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να μην ασφαλιστούν πολλοί στα νιάτα τους από μόνοι τους, για κοινωνικούς και ανθρωπιστικούς λόγους θα πρέπει όμως και αυτοί στα γερατειά τους να συντηρηθούν, τότε θα επιβαρύνουν, αν δεν θα έχουν κάνει καμία άλλη πρόβλεψη, τους  φορολογούμενους και τους ασφαλισμένους της εποχής αυτής, χωρίς οι ίδιοι να έχουν προσφέρει για αυτό τίποτα.

   Για αυτό θεωρείται σήμερα ως θεμιτό, αν ο κάθε εργαζόμενος αναγκάζεται από το κράτος, ένα μέρος του εισοδήματός του να το αποταμιεύει σε κάποια ασφάλεια της προτιμήσεώς του, για να έχει στη μη ενεργό περίοδο της ζωής του κάποια σύνταξη. Στην πράξη των σημερινών κρατών ακριβώς αυτό γίνεται. Υπάρχουν όμως πολλά και ποικίλα είδη αυτής της διαδικασίας.

 

2.3  Αναγκαστική αποταμίευση για ένα ελάχιστο όριο συνταξιοδότησης

   Μία περίπτωση, και ίσως εκ πρώτης όψεως η πιο καλύτερη, είναι να προσδιορίζει το κράτος το ελάχιστο όριο σύνταξης (συντήρησης), η οποία προϋποθέτει βέβαια και μία ορισμένη αποταμίευση από όλους. Από εκεί και πέρα να είναι ο καθένας ελεύθερος να αποφασίζει μόνος του, με μία επί πλέον αποταμίευση, το τελικό μέγεθος της σύνταξής του. Αυτή φαίνεται να είναι για μία Κοινωνία  ελεύθερων πολιτών κατά τη γνώμη μου και η πιο ενδεδειγμένη λύση.

  Αυτό το μοντέλο συνταξιοδότησης, από ότι γνωρίζω δεν έχει εφαρμοστεί σε αυτή τη καθαρή μορφή μέχρι σήμερα σε κανένα κράτος. Στη Γερμανία συζητάτε τα τελευταία χρόνια μία εκδοχή αυτού του μοντέλου πολύ εντατικά. Είναι σε γενικές γραμμές το μοντέλο του Πρωθυπουργού της Σαξονίας Biedenkopf.

   Σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη σήμερα είναι το συνταξιοδοτικό σύστημα λίγο ή πολύ υπόθεση του κράτους. Υπάρχουν κατεξοχήν δύο τύποι συνταξιοδοτικών συστημάτων. Και στους δύο τύπους πληρώνουν οι εργαζόμενοι καθώς και οι εργοδότες τους, συνήθως ο καθένας 50%, σε έναν κρατικό ασφαλιστικό ή ιδιωτικό ακόμη φορέα, ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος, ένα ορισμένο ποσό και αποκτούν έτσι δικαιώματα σύνταξης μετά από ορισμένα χρόνια καταβολής των εισφορών. Βέβαια το ύψος της τελικής σύνταξης εξαρτάται από το ύψος και τη διάρκεια των προσωπικών εισφορών αλλά και από το μέσο όρο των εισφορών του κλάδου στον οποίον απασχολείται ο εργαζόμενος. Επίσης ρυθμίζονται στα πλαίσια του ύψους και της διάρκειας των εισφορών και οι περιπτώσεις αναπηρικής σύνταξης καθώς και η συνταξιοδότηση συζύγων και τέκνων σε περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου.

 

2.4  Συνταξιοδότηση με βάση τις εισφορές του παρόντος

  Κατά το συνταξιοδοτικό τύπον αυτόν χρησιμοποιούνται οι εισφορές των ασφαλισμένων από τον κρατικό φορέα άμεσα για τη χρηματοδότηση των ήδη συνταξιούχων. Δηλαδή δεν υπάρχει κεφαλαιοποίηση των εισφορών για να πληρωθούν οι μελλοντικές συντάξεις των σημερινών ασφαλισμένων. Έτσι φαίνεται καθαρά ότι υπάρχει εδώ ένα είδος «συμβόλαιο» των γενεών.

  Το πλεονέκτημα του τύπου αυτού είναι ότι το κράτος σαν ασφαλιστικός φορέας παρέχει την εγγύηση της συνταξιοδότησης.  Αυτό αποδείχθηκε στο παρελθόν, ιδίως μετά από πολέμους, ότι ήταν για τους ασφαλισμένους μία πολύ θετική ρύθμιση. Επίσης δίνεται στο κράτος με τον τύπον αυτό συνταξιοδότησης η δυνατότητα να ρυθμίζει και να διαχειρίζεται τις εισφορές ελεύθερα και να μπορεί να ασκεί κατά κάποιον τρόπο κοινωνική πολιτική. 

  Τα μειονεκτήματα  του συστήματος αυτού είναι ότι λειτουργεί μόνον τότε ικανοποιητικά, αν σε κάθε γενεά υπάρχει ικανοποιητικός αριθμός πρώτον ανθρώπων και δεύτερον εργαζομένων, των οποίων οι εισφορές να είναι αρκετές για τη χρηματοδότηση των εκάστοτε συνταξιούχων. Η ομαλή λειτουργία του συστήματος βασίζεται δηλαδή στο γεγονός μίας σταθερής και υπολογίσιμης εξέλιξης όχι μόνον  της σχέσης ενεργού και μη ενεργού πληθυσμού αλλά και της σχέσης εργαζομένων και μη εργαζομένων.

  Αν υπάρχουν όμως  υπογεννητικότητα, συνεχή αύξηση του μέσου όρου των χρόνων ζωής, δυσμενείς οικονομικές συγκυρίες και ένα σχετικά υψηλό ποσοστό ανεργίας, τότε μετατοπίζονται οι σταθερές αυτές σχέσεις και δυσκολεύει η χρηματοδότηση του τύπου αυτού συνταξιοδοτικού συστήματος.

  Αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Όλες πάσχουν από υπογεννητικότητα και σχετικά υψηλά ποσοστά ανεργίας και εξαιτίας της ευημερίας και της καλής ιατρικής περίθαλψης αυξάνει και ο μέσος όρος των χρόνων ζωής. Έτσι προκύπτουν αναγκαστικά ποικίλα προβλήματα χρηματοδότησης των συνταξιοδοτικών τους συστημάτων. Για αυτό ποικίλουν και οι λύσεις που προτείνονται.

  Η καλύτερη λύση θα  ήταν, αν πράγματι ήταν δυνατόν να καταπολεμηθεί σχετικά γρήγορα η υπογεννητικότητα και η ανεργία. Επειδή όμως αυτό είναι κάτι το μακροπρόθεσμο οι άμεσες λύσεις φαίνεται να είναι οι εξής:

  Αν παραμείνει ο τύπος αυτού του συνταξιοδοτικού συστήματος, τότε η χρηματοδότηση μπορεί να εξασφαλιστεί, αν αυξηθούν τα ποσοστά  εισφορών, και\ή αυξηθεί η μέση διάρκεια χρόνου εργασίας και\ή μειωθούν οι συντάξεις. Η πρώτη και δεύτερη περίπτωση πλήττει το εισόδημα του ενεργού πληθυσμού στο παρών  και η τρίτη τη σύνταξη των προσεχώς συνταξιούχων, που είναι πάλι οι σημερνοί εργαζόμενοι. Αυτό εξηγεί κατά τη γνώμη μου και τη γενική αναστάτωση στην Ελλάδα και την επιτυχία της απεργίας των τελευταίων  ημερών.

  Μία άλλη λύση θα ήταν αν αυξηθούν γενικά οι φόροι, ή να μπει μία ειδική άμεση ή έμμεση φορολογία για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων του συνταξιοδοτικού συστήματος. Στη Γερμανία π.χ. εισήγαγε η Κυβέρνηση του Schröder τον λεγόμενο οικολογικό έμμεσο φόρο για τη χρηματοδότηση ένα μέρος των ελλείψεων στο συνταξιοδοτικό της σύστημα.

 

2.5  Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα συνταξιοδότησης 

  Μία άλλη πιο ριζική λύση θα  ήταν, αν αλλάξει ο τύπος του συνταξιοδοτικού συστήματος. Αντί δηλαδή να υπάρχει μόνον ένας κρατικός φορέας, να επιτραπεί παράλληλα να υπάρχουν και ιδιωτικοί ασφαλιστικοί φορείς. Αυτοί να συγκεντρώνουν να τοκίζουν και να ανατοκίζουν τις εισφορές και να υπάρχει έτσι μία άμεση σχέση και πληροφόρηση του καταθέτη γύρω από το ύψος του συγκεντρωθέντος κεφαλαίου και έτσι και γύρω από τη σύνταξη που πρόκειται να πάρει.

  Η συνεχή πληροφόρηση αυτή γύρω από το ύψος των συνεχώς ανατοκιζόμενων εισφορών και το ύψος της εξ΄ αυτών προερχόμενης σύνταξης, θα δίνει τη δυνατότητα στους εργαζομένους κατά τακτά χρονικά διαστήματα να αυξομειώνουν τις εισφορές τους και να προσδιορίζουν  έτσι κατά προτίμησή τους και το ύψος της σύνταξής τους αλλά και τη διάρκεια του χρόνου εργασίας τους.

  Ο συνταξιοδοτικός τύπος αυτός απελευθερώνει από την άμεση σχέση που υπάρχει στον προηγούμενο τύπο από το δημογραφικό πρόβλημα. Η υπογεννητικότητα καθώς και η αύξηση του μέσου όρου ζωής δεν θα επιδρούν άμεσα ούτε στο ύψος της σύνταξης αλλά ούτε και στη διάρκεια του ατομικού χρόνου εργασίας. Η ανεργία όμως μπορεί να έχει επιρροή, διότι ο κάθε εργαζόμενος είναι δυνατόν να μείνει άνεργος στο διάστημα της ενεργού ηλικίας του.

  Έμεσα επηρεάζουν βέβαια και η υπογεννητικότητα και η αύξηση του μέσου όρου ζωής και σε αυτό τον τύπο του συνταξιοδοτικού συστήματος το ύψος της σύνταξης. Και αυτό διότι όσο πιο μικρό είναι το μέγεθος του εργατικού δυναμικού μέσα σε μία Οικονομία, τόσο μικρότερες θα είναι και οι δυνατότητες οικονομικής αξιοποίησης των εισφορών, γεγονός που ασφαλώς θα επηρεάσει το ύψος του ανατοκισμού τους. Σε μία παγκοσμιοποιημένη όμως διεθνή Οικονομία σχετικοποιήται η έμμεση αυτή επίδραση.

  Το μεγάλο μειονέκτημα του τύπου αυτού οργάνωσης και διαχείρισης του Συνταξιοδοτικού είναι ότι ο ιδιωτικός τομέας υπόκειται στους κανόνες της αγοράς και αυτοί ενέχουν τον κίνδυνο της κακής διαχείρισης και ίσως και πτώχευσης ακόμη των ιδιωτικών ασφαλιστικών φορέων. Βέβαια και οι κρατικοί φορείς μπορούν να διαχειριστούν κακώς τις εισφορές, και η πρακτική δείχνει ότι ως επί το πλείστον το κάνουν, αφού υπάρχουν τα σημερινά προβλήματα, έχουν όμως το καλό ότι δεν διατρέχουν τον κίνδυνο της πτώχευσης.

Ο τύπος αυτός συνταξιοδοτικού συστήματος δυστυχώς δεν μπορεί να εφαρμοστεί αμέσως, διότι το πέρασμα σε αυτόν τον τύπον συνταξιοδότησης απαιτεί από το εισόδημα των σημερινών   εργαζομένων να πληρώνονται οι συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων καθώς και οι εισφορές για τη σύνταξη των μελλοντικών. Για αυτό είναι μία πολύ μακροπρόθεσμη μεταβατικά περίοδος αναγκαία. Η αρχή όμως πρέπει να γίνει. Όσο πιο γρήγορα τόσο καλύτερα. 

3. Γενικές παρατηρήσεις γύρω από το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα

  Μετά από αυτή τη γενική παρουσίαση μερικών συνταξιοδοτικών συστημάτων, η οποία δεν είναι πλήρης, αλλά νομίζω αρκετή για να δείξει που υπάρχει και το πρόβλημα του ελληνικού συνταξιοδοτικού συστήματος.                                    

  Τυπικά το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα είναι ένα μείγμα των δύο θεωρητικών τύπων που αναφέρθησαν ανωτέρω. Στην Ελλάδα υπάρχουν σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας στο διαδίκτυο, 24 ασφαλιστικοί φορείς που βρίσκονται υπό την εποπτεία του κράτους. Με βάση τον αριθμό των ασφαλισμένων οι μεγαλύτεροι φορείς είναι ο Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ), το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ), ο Οργανισμός Ασφαλίσεων Ελεύθερων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ), που συμπεριλαμβάνει τα  Ταμεία ΤΕΒΕ, ΤΑΕ και ΤΣΑ, το Ταμείο Νομικών κτλ.

  Από ότι βγαίνει από τις σημερινές διαμαρτυρίες των ασφαλισμένων, φαίνεται να υπάρχει η γενική εντύπωση, ότι οι εισφορές τους στα διάφορα ταμεία που υπάγονται, συγκεντρώνονται, κεφαλαιοποιούνται και τελικά γίνονται η πηγή χρηματοδότησης της σύνταξής τους. Αν πράγματι αυτό ήταν έτσι, τότε έχουν για δύο λόγους δίκιο να διαμαρτύρονται. Ο ένας λόγος είναι ότι δεν έχουν ενημέρωση σχετικά με την εξέλιξη του συνταξιοδοτικού τους λογαριασμού, δηλαδή τι έχουν μέχρι σήμερα οι ίδιοι και οι εργοδότες τους πληρώσει, και τι έχει προσφέρει ο ανατοκισμός των συνολικών εισφορών τους. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι δεν έχουν ενημέρωση τι συνταξιακά δικαιώματα  έχουν οι ασφαλισμένοι από αυτά τα ποσά αποκτήσει, σχετικά με την ακόμη διάρκεια της εργασίας τους και το ύψος της σύνταξής τους.

  Η εντύπωση σχετικά με τον ασφαλιστικό τύπο συστήματος που ισχύει, φαίνεται όμως να είναι εσφαλμένη. Διότι από ότι βλέπει κανείς από την πρακτική που ακολουθήθηκε μέχρι σήμερα, οι συνταξιοδοτικές εισφορές χρησιμοποιήθηκαν από το κράτος σαν έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού από τον οποίον πληρώνονται βέβαια και οι συντάξεις.

  Αν πάρει κανείς σαν παράδειγμα τις εισπράξεις και πληρωμές του ΙΚΑ, διαπιστώνει ότι σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία του 2000 υπάρχει ένα έλλειμμα της τάξης των 440 δισεκατομμυρίων δραχμών, τα αντίστοιχα ποσά για το 1999 και το 1998 ήσαν 301 και 93 δισεκατομμύρια δραχμές. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει πρώτον μία αλματώδης ανιούσα εξέλιξη πολύ επικίνδυνη, αφού τα ελλείμματα σχεδόν πενταπλασιάστηκαν μέσα σε δύο χρόνια και δεύτερον ότι αυτά τελικά καλύπτονται από τα έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού.

  Βλέπουμε λοιπόν ότι η ανάγκη για μελέτη και συζήτηση του προβλήματος για το τι μέλει γενέσθαι είναι όχι μόνον αναγκαίες αλλά δεν θα πρέπει να χαθεί και καθόλου πλέον χρόνος  εξεύρεσης λύσεων, αφού τα ελλείμματα χρηματοδότησης των συντάξεων φαίνεται να αυξάνουν από δω και πέρα προοδευτικώς.

   Κατά τη γνώμη μου είναι ένα ευτύχημα για τους μελλοντικούς συνταξιούχους και για όλους τους έλληνες γενικότερα, ότι διαχειρίζεται το θέμα ένας τεχνοκράτης Οικονομολόγος, που έχει τις απαιτούμενες γνώσεις γύρω από το πρόβλημα, και όχι ένα καθαρόαιμος πολιτικός, για τον οποίο μετράει περισσότερο το πολιτικό κόστος και λιγότερο η λύση του προβλήματος.

  Η κυβέρνηση στο σύνολό της, τα πολιτικά κόμματα, τα συνδικάτα, όλοι οι εμπειρογνώμονες της Χώρας, τα μέσα ενημέρωσης και γενικά όλοι οι έλληνες πολίτες πρέπει να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία αυτή και να βοηθήσουν τον κ. Γιαννίτση να φέρει σε πέρας το πολύ δύσκολο έργο που ανέλαβε, πριν βρεθεί το «Συνταξιοδοτικό» στο εγγύς μέλλον σε μία ανυπέρβλητο αδιέξοδο.                                               

Σπύρος Παρασκευόπουλος, 
καθηγητής Πανεπιστημίου Λειψίας,  διάλεξη 30.04.2001


 

www.kn-megalexandros.gr

- AΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ SITE  - ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ TOY FRAMEΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ - ΦΩΤΟ ΑΡΧΕΙΟ - Ο ΟΡΚΟΣ ΤΟΥ Μ.Α