Μενού

Είσοδος

ΟΔΗΓΙΕΣ

Χρήσιμες οδηγίες για τη σελίδα. Πατήστε ΕΔΩ

Aρθρα

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΝΟΜΟ "Φιλοξενούμενο άρθρο"

Δρ. Σπύρος Παρασκευόπουλος
Ομότιμος Καθηγητής της Οικονομικής Σχολής
του Πανεπιστημίου της Λειψίας και Διευθυντής του Ινστιτούτου
της Θεωρητικής Οικονομικής
An der Wielermmar 23
D-51143 Köln
Τηλ. 0049 (0) 220385199

Πηγή: www.kn-megalexandros.gr – Φιλοξενούμενο άρθρο

Σκέψεις γύρω από τον εκλογικό νόμο

1. Ο εκλογικός θεσμός και τα επιδιωκόμενα αποτελέσματά του

Ο ακόμη ισχύων εκλογικός νόμος Σκανδαλίδη αλλά και ο νέος του Παυλόπουλου που θα ισχύσει στις επόμενες εκλογές, αν δεν υπάρξει πλειοψηφία των 3/5 στη σημερινή Βουλή, που θα μπορούσε να τον αλλάξει, έχουν εν συντομία και σε γενικές γραμμές τις ακόλουθες βασικές ρυθμίσεις:

Το ελληνικό Σύνταγμα επιτρέπει να εκλέγονται στην ελληνική Βουλή το λιγότερο 200 και το περισσότερο 300 βουλευτές (άρθρο 51). Γιατί έχει θεσμοποιηθεί το ανώτατο όριο των 300 βουλευτών !! παραμένει μυστικό των πολιτικών, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.

Οι 260 βουλευτικές έδρες (οι 250 με το νέο εκλογικό νόμο) εκλέγονται ανάλογα με το ποσοστό ψήφων που θα πάρει το κάθε κόμμα σε όλη την Επικράτεια. Το 1% των ψήφων αντιστοιχεί περίπου σε 2,6 (2,5) βουλευτικές έδρες. Δικαίωμα όμως συμμετοχής στο καταμερισμό των εδρών έχει το κόμμα που θα πάρει τουλάχιστον 3% των συνολικών ψήφων της Επικράτειας. Τις υπόλοιπες 40 (50) βουλευτικές έδρες παίρνει το κόμμα που θα πάρει το μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων.

Αυτές οι ρυθμίσεις δίνουν τη δυνατότητα στο πρώτο κόμμα κάτω από ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και με 41,0% (39,0%) των ψήφων να πάρει την απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, δηλαδή πάνω από 150 βουλευτικές έδρες. Η ρύθμιση του 3% αποσκοπεί να εμποδίσει τον πολυκομματισμό μικρών κομμάτων στο Κοινοβούλιο. Και οι δύο ρυθμίσεις επιδιώκουν τη δυνατότητα ισχυρών και σταθερών Κυβερνήσεων, όπως συνεχώς επαναλαμβάνεται να λέγεται.

Στην Ελλάδα έχει επικρατήσει γενικά η αντίληψη, ότι οι έλληνες είναι σχετικά ανώριμοι να παίρνουν συλλογικές αποφάσεις και γι΄ αυτό δεν μπορούν να σχηματισθούν Κυβερνήσεις με συνεργασία πολλών κομμάτων. Η θεώρηση αυτή οδήγησε στην επιδίωξη μονοκομματικών Κυβερνήσεων με σχεδόν δικτατορικές αρμοδιότητες στον αρχηγό του κόμματος και Πρωθυπουργό της Κυβέρνησης. Έτσι θυσιάζονται στο βωμό της ισχυρής και σταθερής Κυβέρνησης οι αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος, που ως γνωστό απαιτεί η πλειοψηφία να κυβερνά και η μειοψηφία να ελέγχει.

Το θεσμικό αυτό πλαίσιο οδήγησε όμως στη δημιουργία δύο αρχηγικών κομμάτων εξουσίας, τα οποία έχουν μοιραστεί λίγο ή πολύ στα τελευταία 35 χρόνια την κυβερνητική εξουσία στην Ελλάδα.
Το δυοπώλιο στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας είναι κατά τη γνώμη μου η κύρια αιτία της αυξανόμενης διαφθοράς και διαπλοκής που ζούμε τόσο έντονα όχι μόνον τους τελευταίους μήνες στην Ελλάδα.

Το εκάστοτε κυβερνών κόμμα, που κρίνει ότι ο ισχύων εκλογικός νόμος δεν του προσφέρει την επιθυμητή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, μπορεί να τον αλλάζει, αψηφώντας και ανατρέποντας τους κανόνες της δημοκρατίας, η οποία θέλει, όπως ανωτέρω ελέχθη, την πλειοψηφία να κυβερνάει και τη μειοψηφία να ελέγχει. Το εκάστοτε επιχείρημα που κάθε φορά παπαγαλικά προβάλλεται είναι: η Χώρα χρειάζεται ισχυρή και σταθερή Κυβέρνηση !!!

Στην Δημοκρατία νεοελληνικού τύπου, ισχυρή και σταθερή Κυβέρνηση σημαίνει: η μειοψηφία να κυβερνάει και η πλειοψηφία να παρατηρεί χωρίς να μπορεί να ελέγξει ουσιαστικά τίποτα.
Αν θέλουμε πράγματι να αποκτήσουμε δημοκρατικό κράτος δικαίου, που τώρα μόνο τυπικά έχουμε, θα πρέπει να αρχίσουμε από τον εκλογικό νόμο. Τα εξής χαρακτηριστικά θα πρέπει να τον διακρίνουν, αν βέβαια επιδιώκουμε μία αποτελεσματική και όσο το δυνατόν με χαμηλά επίπεδα διαφθοράς και διαπλοκής διακυβέρνηση της χώρας μας:
Πρώτον και κυριότερο εκλογικός θεσμός οφείλει να συμβάλει στην εδραίωση και ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Δημοκρατικό πολίτευμα σημαίνει πρώτον:

(α) Άσκηση της εξουσίας από την εκάστοτε πλειοψηφία. Κάτι, που όπως ανέφερα ανωτέρω, δεν συμβαίνει στην Ελλάδα, αφού στην καλύτερη περίπτωση η Κυβέρνηση έχει μόνον 45% λαϊκή υποστήριξη.
(β) Σεβασμό των δικαιωμάτων της μειοψηφίας από την πλειοψηφία. Σε αντίθεση με αυτό, ισχύει στην Ελλάδα ένα ολιγαρχικό κοινοβουλευτικό καθεστώς, που δεν σέβεται τη πλειοψηφία, για χάρη δήθεν μίας κυβερνητικής σταθερότητας. Κατά την αντίληψη αυτή, μη μονοκομματικές κυβερνήσεις οδηγούν σε ακυβερνησία.

Δημοκρατικό πολίτευμα σημαίνει δεύτερον ότι: οι Εξουσίες, δηλαδή η Νομοθετική, η Εκτελεστική και η Δικαστική, λειτουργούν η μία ανεξάρτητα από την άλλη. Αυτό εξασφαλίζει και καθορίζει καθαρά:
τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του πολίτη μέσα στην κοινωνία και εξασφαλίζει ώστε τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του πολίτη να γίνονται όχι μόνον σεβαστά αλλά και να προστατεύονται από τις 3 Εξουσίες της Πολιτείας.

Επειδή όμως ο εκλογικός νόμος της Ελλάδος επιβάλλει μονοκομματική Νομοθετική Πλειοψηφία (Εξουσία) και αυτή εκλέγει την Εκτελεστική (την Κυβέρνηση) και στη συνέχεια η Εκτελεστική εξουσία εκλέγει τους ανώτατους δικαστές, καταλήγουμε ότι το εκάστοτε κυβερνών κόμμα, που ήταν τα τελευταία 35 χρόνια η Νέα Δημοκρατία ή το ΠΑΣΟΚ, και τα οποία μάλιστα όταν κυβερνούν, όπως διαπιστώσαμε, δεν αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία των ελλήνων, ασκεί τελικά στην πράξη μία μειοψηφία και τις 3 Εξουσίες στην Ελλάδα!!!

Δημοκρατικό πολίτευμα σημαίνει τρίτον ότι: η πρακτική λειτουργία του εκλογικού θεσμού, δηλαδή η εφαρμογή του στην πράξη, ούτε και αυτή θα έπρεπε να έρχεται σε αντίθεση με αυτά που θεωρητικά θέλει να διασφαλίσει, δηλαδή:
(α) Ο εκλογικός θεσμός δεν θα πρέπει να μετατρέπει τη μειοψηφία σε ψήφους σε νομοθετική πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο.

Αυτό όμως έχουμε στην Ελλάδα τουλάχιστον τα τελευταία 35 χρόνια. Ένα σχετικά αναλογικό εκλογικό σύστημα θα μπορούσε να δώσει με Κυβερνήσεις συνεργασίας κομμάτων πολύ ικανοποιητικότερες λύσεις, αυτό τουλάχιστον
διδάσκει η Θεωρία του ανταγωνισμού αλλά και η πράξη πολλών ευρωπαϊκών κρατών.

(β) Ο εκλογικός θεσμός δεν θα πρέπει να παρέχει δυνατότητες περιορισμού της μυστικότητας της ψηφοφορίας.

Στην Ελλάδα ο εκλογικός νόμος επιτρέπει σε κάθε κόμμα και ακόμη σε κάθε υποψήφιο να έχει το δικό του ψηφοδέλτιο. Αυτό ανοίγει διάπλατα τις δυνατότητες παραβίασης της μυστικότητας της ψηφοφορίας και διευκολύνει ακόμη και την αγοροπωλησία ψήφων. Κάτι, που όπως και ο ίδιος έχω διαπιστώσει, δεν είναι ασυνήθιστο γεγονός στην Ελλάδα.

(γ) Ο εκλογικός θεσμός δεν θα πρέπει να μεταφέρει την αντιπαράθεση πολιτικών ιδεών σε αντιπαράθεση προσώπων.

Αυτό ακριβώς καλλιέργησαν και εδραίωσαν οι μέχρι τώρα ελληνικοί εκλογικοί νόμοι. Οι υποψήφιοι των κομμάτων δεν έχουν συνήθως αντιπάλους τους υποψήφιους των άλλων κομμάτων, αλλά, με το σύστημα της σταυροθηρίας που ισχύει, τους συνυποψήφιους του ιδίου κόμματος.

(δ) Ο εκλογικός θεσμός δεν θα πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα δημιουργίας πελατειακών σχέσεων μεταξύ εκλογέων και εκλεγμένων.
Σε αυτό ακριβώς οδηγεί η σταυροθηρία στην Ελλάδα. Ψηφοφόρος και υποψήφιος έρχονται σε μία „εμπορική“ συναλλαγή, ο ένας υπόσχεται την ψήφο και τον σταυρό του στον υποψήφιο και ο άλλος, σε περίπτωση εκλογής του, κάποιο ρουσφέτι. Ή και το ακόμη χειρότερο, κάποιος χρηματοδοτεί σε μεγάλο βαθμό τον εκλογικό αγώνα του υποψήφιου Βουλευτή με ανταλλάγματα σε περίπτωση νίκης. Η διαφθορά και η διαπλοκή βρίσκονται έτσι στην ημερησία διάταξη της πολιτικής και κοινωνικής ζωής.

(ε) Ο εκλογικός θεσμός δεν θα πρέπει να συμβάλει στη δημιουργία αυθαιρεσίας κατά την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας.
Στην αυθαιρεσία αυτή οδήγησε και οδηγεί ο τρόπος οργάνωσης των κομμάτων στην Ελλάδα. Ο εκάστοτε πρόεδρος του κόμματος έχει σχεδόν δικτατορικές εξουσίες. Αυτός είναι που καθορίζει τους υποψηφίους των κομμάτων και στη συνέχεια απαιτεί, σε περίπτωση εκλογής των, απόλυτη υπακοή και υποστήριξη στις αποφάσεις του. Γι΄ αυτό ο κύριος σκοπός των προέδρων (αρχηγών) των δύο κομμάτων εξουσίας είναι οι άνετες μονοκομματικές πλειοψηφίες στη Βουλή. Έτσι είναι ο εκάστοτε πρόεδρος και πρωθυπουργός ο απόλυτος κύριος της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας και όχι μόνον αυτών. Γι ΄αυτό είναι η συνταγματικά εγγυημένη δημοκρατική οργάνωση των κομμάτων μία από τις ποιο απαραίτητες προϋποθέσεις για την αποφυγή αυθαίρετης κυβερνητικής εξουσίας.

(ζ) Ο εκλογικός νόμος θα έπρεπε να συμβάλει στη δημιουργία πολλών κομμάτων εξουσίας, για να υπάρχει ευρύτερος έλεγχος και να ελαχιστοποιούνται έτσι οι δυνατότητες της διαφθοράς και της διαπλοκής.
Στην Ελλάδα, όπως αναφέραμε, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι μέχρι τώρα εκλογικοί νόμοι επεδίωκαν και επιδιώκουν το δικομματισμό και την εδραίωση μονοκομματικών Κυβερνήσεων με όλες τις συνέπειες της διαφοράς και της διαπλοκής που μέχρι τώρα γνωρίσαμε.
Από τις εξελίξεις μέχρι σήμερα διαπιστώνουμε δυστυχώς, ότι οι εκάστοτε κυβερνώντες πρέπει να έχουν πείσει τον ελληνικό λαό, ότι μόνο η Νέα Δημοκρατία ή το ΠΑΣΟΚ, με τις λίγες ηγετικές οικογένειες από τις οποίες προέρχονται τα στελέχη τους, είναι οι μόνοι ικανοί να κυβερνούν στην Ελλάδα. Αλλιώς δεν εξηγείται αυτή η μακρόχρονη παραμονή τους στην εξουσία.
Προσπάθειες αλλαγής, που έγιναν στο παρελθόν, δεν τις υποστήριξε δυστυχώς ο ελληνικός λαός. Η ΔΗΑΝΑ του Στεφανόπουλου, η Πολιτική Άνοιξη του Σαμαρά, το ΔΗΚΚΙ του Τσοβόλα, η κομματική κίνηση του Αβραμόπουλου και άλλοι, ξεκίνησαν με σκοπό να σπάσουν το σύστημα του δικομματισμού. Δυστυχώς απέτυχαν, διότι δεν υποστηρίχτηκαν από τον ελληνικό λαό, ο οποίος φαίνεται να μη θέλει να κάνει τέτοιου είδους θεσμικές επαναστάσεις.

Έτσι κατόρθωσε η Νέα Δημοκρατία να έλθει το 2004 και πάλι στην Κυβέρνηση προβάλλοντας πειστικά το επιχείρημα να εξαρθρώσει τα φαινόμενα της διαφθοράς και της διαπλοκής, που επικράτησαν κατά τη γνώμη τους κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα. Η προσδοκία ότι η Νέα Δημοκρατία με Πρωθυπουργό τον Κώστα Καραμανλή θα κυβερνούσε με άλλο ήθος, ύφος, διαφάνεια και αποτελεσματικότητα σήκωσε πράγματι ένα κύμα αισιοδοξίας στην κοινή γνώμη, η οποία επιβεβαιώθηκε εν μέρει από τα αποτελέσματα των δεύτερων εκλογών.

Συγχρόνως υπήρξε επίσης και η μεγάλη προσδοκία ότι ο νέος αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, ο κ. Παπανδρέου, που έγινε με ενθουσιασμό από εκατομμύρια έλληνες δεκτός, θα ανασυγκροτούσε την παράταξή του, θα καθιέρωνε εσωκομματικά τη δημοκρατική οργάνωση και θα αναβάθμιζε τον θεσμικό ρόλο του κόμματός του και τώρα μάλιστα από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Γρήγορα φάνηκε όμως ότι τα προσδοκώμενα αποτελέσματα ήσαν ουτοπία. Διότι οι προσδοκώμενες ριζικές αλλαγές δεν είναι μόνο θέμα προσώπων αλλά κυρίως θέμα θεσμών, οι οποίοι αναγκάζουν τους ιθύνοντες να φέρουν τις αλλαγές.

Έτσι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δικαίωσαν τις προσδοκίες του ελληνικού λαού, αφού ο εκλογικός θεσμός και η οργάνωση των κομμάτων εξακολουθούν να τους παρέχουν την άνετη δυνατότητα της απόλυτης και σχεδόν ανεξέλεγκτης εξουσίας, είτε είναι στην Κυβέρνηση είτε είναι στην αντιπολίτευση.

Αλλά και τα σημερινά μικρά κόμματα που βρίσκονται στη Βουλή, όπως το ΚΚΕ, ο Συνασπισμός και το ΛΑΟΣ λειτουργούν δυστυχώς ως κόμματα διαμαρτυρίας και όχι ως κόμματα με προοπτική εξουσίας. Αν παραβλέψουμε το ΚΚΕ, το οποίο, όπως το ίδιο λεει, είναι εκτός του συστήματος και θα παραμείνει, προφανώς σ΄ αυτή τη θέση διαμαρτυρίας, εφόσον εξακολουθεί να πρεσβεύει ουτοπίες του παρελθόντος, που δεν έχουν καμία σχέση ούτε με τις θέσεις των σημερινών αριστερών κομμάτων τις Ευρώπης, αλλά ούτε και με τη πολιτικοοικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, που ισχύουν στις Χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα άλλα δύο όμως μικρά κόμματα είναι εντός του συστήματος και τους δίνεται τώρα η ευκαιρία με τη συζήτηση γύρω από τον νέο εκλογικό νόμο να σηματοδοτήσουν, ότι θέλουν να μετατραπούν από κόμματα διαμαρτυρίας σε κόμματα εξουσίας. Αν συμβεί αυτό θα μπορέσουν να δημιουργηθούν και στην Ελλάδα πολυκομματικές και πολυφωνικές Κυβερνήσεις συνεργασίας. Η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος πρέπει να κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση, αν πραγματικά επιδιώκει ριζικές αλλαγές, όπως ακούγεται πολύ έντονα από στόματα της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

2. Προτάσεις και πιθανές εξελίξεις

Το σημερινό διοικητικό σύστημα της Ελλάδος με την απόλυτη συγκέντρωση όλων των εξουσιών στην Αθήνα, με τις δημοσιονομικά και διοικητικά από την Αθήνα απόλυτα εξαρτώμενες 13 Περιφέρειες με τους 51 Νομούς τους, καθώς και το ισχύον εκλογικό σύστημα, είναι αναχρονιστικά και γι΄ αυτό δεν μπορούν να ανταποκριθούν ούτε στις ταχείες παγκόσμιες εξελίξεις, ούτε στις απαιτήσεις της περιφερειακής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και ούτε μπορούν να συμβάλλουν αποτελεσματικά στην καταπολέμηση της διαφθοράς και της διαπλοκής, διότι τα ίδια τα διοικητικά συστήματα είναι μέρος του προβλήματος.
Η κρίση, που εκδηλώθηκε τα τελευταία χρόνια έντονα στο πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης της Χώρας, δίνει την ευκαιρία στους ιθύνοντες των κομμάτων εξουσίας, αν πράγματι θέλουν επί τέλους να προσφέρουν κάτι θετικό στον αγώνα εναντίον της διαφθοράς και της διαπλοκής, να αφήσουν τους - για λόγους εντυπώσεων – κάθε φορά εικονικούς αλληλοσπαραγμούς τους στα κανάλια της τηλεόρασης και να συμφωνήσουν από κοινού για μία ριζική δημοσιονομική και διοικητική αποκέντρωση της Ελλάδος. Η σημερινή προσπάθεια της Κυβέρνησης προς αυτή τη κατεύθυνση πρέπει να συνοδευτεί από όλα τα κόμματα με καλοπροαίρετη και εποικοδομητική κριτική.

Το ζήτημα της αποκέντρωσης δεν αφορά βέβαια άμεσα το θέμα μου, αλλά θέλω όμως να το συνδέσω με μία παράλληλη μεταρρύθμιση του εκλογικού νόμου, που αν πραγματοποιηθεί συγχρόνως με τη περιφερειακή αποκέντρωση, θα δώσει μία δυναμική απογείωση στην ανάπτυξη της Ελλάδος.

Το εκλογικό σύστημα που θα μπορούσε να ανταποκριθεί σε αυτές τις απαιτήσεις που ανέφερα, πρέπει να είναι ένα μείγμα πλειοψηφικών και αναλογικών στοιχείων (γερμανικό σύστημα).
Οι μελλοντικές γεωγραφικές και διοικητικές Περιφέρειες της Ελλάδος για να μπορέσουν να σταθούν οικονομικώς και συγχρόνως να αυτοδιοικηθούν χρειάζονται κατά τους υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης το λιγότερο ένα εκατομμύριο πληθυσμό. Έτσι θα μπορούσε να διαιρεθεί η Ελλάδα το περισσότερο σε 6 γεωγραφικές και διοικητικές Περιφέρειες και αυτές σε 150 εκλογικές Περιφέρειες με περίπου τον ίδιο πληθυσμό.

Για την κάθε εκλογική Περιφέρεια θα κατεβάζει κάθε κόμμα έναν υποψήφιο και για την κάθε γεωγραφική Περιφέρεια μία λίστα υποψηφίων.
Κάθε ψηφοφόρος θα έχει δύο ψήφους. Μία ψήφο για τον υποψήφιο των κομμάτων της εκλογικής Περιφέρειας (πλειοψηφικό στοιχείο) και μία ψήφο για τη λίστα των κομμάτων της γεωγραφικής Περιφέρειας (αναλογικό στοιχείο).

Έτσι θα εκλέγονται οι 150 βουλευτές από την πρώτη ψήφο, δηλαδή θα εκλέγεται όποιος πλειοψήφησε στην εκλογική περιφέρεια, και 150 από τη δεύτερη ψήφο με βάση τη λίστα. Οι συνολικές έδρες όμως θα μοιράζονται στα κόμματα και στις εκλογικές περιφέρειες ανάλογα με το ποσοστό ψήφων που πήραν τα κόμματα από τη δεύτερη ψήφο σε όλη την Επικράτεια.

Για την αποφυγή της δημιουργίας πολλών μικρών κομμάτων (κίνδυνος ακυβερνησίας όπως στο παρελθόν στην Ιταλία), πρέπει να ορισθεί ένα ελάχιστο ποσοστό ψήφων για την εισαγωγή ενός κόμματος στη Βουλή. Το 5% που ισχύει στη Γερμανία έχει αποδειχθεί σαν αποτελεσματικό για τον σκοπό αυτό.

Το 5% συμβάλλει επίσης ώστε στο ελληνικό Κοινοβούλιο των 300 βουλευτών να μη εισέλθει κόμμα στη Βουλή με λιγότερες από 15 Έδρες, αν εξαιρεθεί η οριακή περίπτωση πλειοψηφίας μικρού κόμματος σε κάποια εκλογική περιφέρεια στη πρώτη ψήφο, χωρίς να κατορθώσει συγχρόνως να πάρει το ποσοστό του 5% στη δεύτερη ψήφο.

Το προτεινόμενο εκλογικό σύστημα παρέχει επίσης τη δυνατότητα στους εκλογείς να εκλέγουν και υποψηφίους (προσωπικότητες) που δεν ανήκουν στο κόμμα της προτίμησής τους (πρώτη ψήφος), χωρίς συγχρόνως να παραμελήσουν την ποσοστιαία δύναμη του κόμματός τους, αφού μπορούν να του δώσουν τη σημαντική δεύτερη ψήφο τους.

Μία εξίσου σημαντική και απαραίτητη για τη λειτουργία του προτεινόμενου εκλογικού συστήματος ρύθμιση είναι η δημοκρατική οργάνωση των κομμάτων. Αυτή πρέπει να συμβάλλει κατά πολύ στη μείωση της απόλυτης εξουσίας του αρχηγού του κόμματος. Αυτό θα δώσει έντονο κίνητρο στους πολίτες (στη βάση του κόμματος) να επιδιώκουν να γίνουν μέλη των κομμάτων για να συμμετάσχουν έτσι άμεσα και ουσιαστικά στις αποφάσεις τους.

Γι΄ αυτό η εκλογή των υποψηφίων και η κατάταξη στη λίστα της εκλογικής περιφέρειας δεν πρέπει να είναι δικαίωμα του αρχηγού ή άλλων κεντρικών οργάνων του κόμματος, αλλά μόνον δικαίωμα των μελών των κομμάτων στις τοπικές οργανώσεις των εκλογικών περιφερειών. Αυτό θα αναβαθμίσει τη βαρύτητα του μέλους του κόμματος και θα μειώσει σημαντικά τη παντοδυναμία όχι μόνον του αρχηγού του κόμματος αλλά και του κάθε „Κομματάρχη“ και κατά συνέπεια την άμεση ή έμμεση εξάρτηση των υποψηφίων από αυτούς. Οι εκλογές για ανάδειξη αρχηγού στη Νέα Δημοκρατία έδειξαν ότι η βάση απαιτεί μια τέτοιου είδους αναβάθμιση.
Ένα άλλο πολύ σημαντικό προτέρημα της λίστας είναι η καταπολέμηση των πελατειακών σχέσεων μεταξύ ψηφοφόρων και υποψηφίων. Ο υποψήφιος θα απαλλαχθεί από το άγχος της σταυροθηρίας και των συνεχών προσωπικών υποσχέσεων και θα αφοσιωθεί στη διευκρίνηση των ιδεών και των επιδιωκομένων σκοπών του κόμματός του. Αντίπαλοι του δεν θα είναι πλέον οι συνυποψήφιοι στο κόμμα του αλλά οι υποψήφιοι των άλλων κομμάτων.

Ένα πρακτικό παράδειγμα ενός τέτοιου εκλογικού συστήματος έχουν οι γερμανοί. Αυτό συνέβαλε σημαντικά στη σταθεροποίηση του γερμανικού κυβερνητικού συστήματος στα τελευταία 60 περίπου χρόνια της μεταπολεμικής Γερμανίας. Είμαι της γνώμης ότι μπορούμε και πρέπει να το δοκιμάσουμε. Άλλωστε ακόμη χειρότερα από ότι είμαστε σήμερα είναι δύσκολο να γίνουμε.

ΠΗΓΗ: www.kn-megalexandros.gr : Φιλοξενούμενο άρθρο:

Σχόλια

>> Δεν φέρουμε καμία ευθύνη για τα κάθε είδους σχόλια.
>> Πρέπει να είστε μέλος για να Δημοσιεύστε ένα σχόλιο